- αμφικλύζω
- ἀμφικλύζω (Α)περιβρέχω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + κλύζω.ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίκλυστος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφικλύζει — ἀμφικλύζω wash pres ind mp 2nd sg ἀμφικλύζω wash pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
αμφίκλυστος — ἀμφίκλυστος, ον (Α) [ἀμφικλύζω] αυτός που κατακλύζεται από νερά κι από τις δύο πλευρές ή που βρέχεται από παντού … Dictionary of Greek
κλύζω — (AM κλύζω) 1. καλύπτω με νερά, πλημμυρίζω («ἔνθ ἐμὲ μὲν μέγα κῡμα... κλύσσει», Υμν. Απόλλ.) 2. ξεπλένω με άφθονο νερό ή άλλο υγρό, καθαρίζω (α. «θάλασσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά», Ευρ. β. «κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν», Σοφ.) 3. χύνω υγρό με κλυστήρα … Dictionary of Greek